- γλυκοκελαδώ
- (-άω) και -λαϊδώ και -λαηδώ1. (για πουλιά) κελαδώ ευχάριστα2. (για πρόσωπα) τραγουδώ ευχάριστα3. (για νερό πηγής) ρέω κάνοντας ευχάριστο ήχο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek